- θεομηνίας
- θεομηνίᾱς , θεομηνίαwrath of Godfem acc plθεομηνίᾱς , θεομηνίαwrath of Godfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
Βοκάκιος, Ιωάννης — (Giovanni Boccaccio, Παρίσι 1313 – Τσερτάλντο, Ιταλία 1375). Εξελληνισμένο όνομα του Ιταλού ποιητή και ουμανιστή Τζιοβάνι Μποκάτσο. Γιος τραπεζίτη και, κατά την παράδοση, μιας ευγενούς Παριζιάνας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία και σε… … Dictionary of Greek
Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… … Dictionary of Greek
Ιωήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Από μερικές ενδείξεις του βιβλίου που του αποδίδεται φαίνεται ότι καταγόταν από την Ιουδαία και έδρασε στην Ιερουσαλήμ. Στο μικρό αυτό βιβλίο ο προφήτης, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την εμφάνιση χιλιάδων ακρίδων σε συνδυασμό με τη… … Dictionary of Greek